Πέτρου Τζεφέρη: Πόση έκταση καταλαμβάνει η εξορυκτική δραστηριότητα στην Επικράτεια;

Πηγή: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

Αρθογράφος: Πέτρος Τζεφέρης –  Διδάκτωρ ΕΜΠ, Συγγραφέας

Το σύνολο των ενεργών λατομικών και μεταλλευτικών χώρων που χρησιμοποιούνται σήμερα για την εξορυκτική δραστηριότητα καταλαμβάνουν λιγότερο από το 0.35% της επικράτειας της Χώρας.

 

Aπό τις διοικητικές πράξεις αδειοδότησης που συσχετίζονται με γεωχωρικά δεδομένα και οι οποίες καταχωρούνται στη βάση γεωγραφικών δεδομένων που τηρείται από το ΥΠΕΚΑ/Γεν. Δνση Ορυκτών Πρώτων Υλών, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την έκταση που καταλαμβάνει η εξορυκτική δραστηριότητα στον τόπο μας:

 1) Η συνολική έκταση των πολυγώνων που έχουν καταχωρηθεί εντός της βάσης στο σύνολό τους αναφορικά με τα λατομεία αδρανών, μαρμάρων, βιομηχανικών ορυκτών και σχιστολιθικών πλακών καταλαμβάνουν συνολικά 116,7 τ.χλμ (116 χιλ. στρ. περίπου) που αντιστοιχούν στο 0,08% της επικράτειας της Χώρας. Εδώ συμπεριλαμβάνονται λειτουργούντα όσο και μη λειτουργούντα λατομεία καθώς και τυχόν λατομεία τα οποία δραστηριοποιήθηκαν στο απώτερο παρελθόν και δεν έχουν υποχρέωση υποβολής δελτίων (δελτία δραστηριότητας ή δελτία απραξίας). Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά, αναφέρεται ότι αν στον κατάλογο  συμπεριληφθούν μόνο τα αδειοδοτημένα λατομεία τα οποία εντός του έτους 2016 κατέθεσαν προς την Υπηρεσία δελτία δραστηριότητας ή δελτία απραξίας, τότε η συνολική έκταση περιορίζεται στα 70 περίπου  τ.χλμ. και το ποσοστό αντιστοιχεί στο 0,054 % της επικράτειας.

2) Η συνολική έκταση που έχει καταχωρηθεί και αναφέρεται σε παραχωρήσεις και μεταλλευτικά δικαιώματα  (ΠΜ, ΑΜΕ, Παραχωρήσεις ενεργειακών ορυκτών, εξηρημένες περιοχές υπέρ του δημοσίου κλπ) και οι οποίες επισημαίνεται ότι δεν αποτελούν ενεργούς μεταλλευτικούς χώρους, καταλαμβάνει περίπου  το 13-14%  της επικράτειας της Χώρας. Οι τελευταίες είναι περιοχές με «δυνητικό δικαίωμα» στις οποίες όμως ούτε υφίσταται δραστηριότητα ούτε –στις περισσότερες από αυτές- έχουν εκπονηθεί μελέτες. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό αναφέρουμε ότι στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται ολόκληρα νησιά (πχ. η Χίος, η Θάσος, η Σέριφος, η Μύκονος κλπ) όπου στο παρελθόν έχουν παραχωρηθεί μεταλλευτικά δικαιώματα ή έχουν «εξαιρεθεί υπέρ του δημοσίου» με βάση τη μεταλλευτική νομοθεσία και ουδέποτε έχουν ασκηθεί τα δικαιώματα αυτά. Για  παράδειγμα στη νήσο Σέριφο υφίστανται μεταλλευτικές παραχωρήσεις (για σιδηρομετάλλευμα) ή στη νήσο Τήνο (για τάλκη), όμως ουδεμία από αυτές είναι σε δραστηριότητα.

3) Από τους ανωτέρω χώρους που διαθέτουν μεταλλευτικά δικαιώματα, θα πρέπει να συμπεριληφθούν μόνον εκείνοι για τους οποίους έχουν εγκριθεί μελέτες με σκοπό την επέμβαση/εκμετάλλευση. Πράγματι, η έκταση των εγκεκριμένων τεχνικών και περιβαλλοντικών μελετών που αφορούν τους μεταλλευτικούς χώρους εξόρυξης (open pit) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις για την εκμετάλλευση των λιγνιτωρυχείων, καταλαμβάνει 380 τ. χλμ που αντιστοιχεί στο 0,29 % της Επικράτειας της Χώρας. Από την έκταση αυτή τα 285 τ. χλμ περίπου αφορούν τις επεμβάσεις της Δ.Ε.Η. ΑΕ. Σημειώνεται ότι ούτε αυτοί οι χώροι έχουν ενεργοποιηθεί στο σύνολό τους εφόσον είναι σύνηθες στην εξορυκτική πρακτική, πολλές μελέτες να εγκρίνονται από τις υπηρεσίες και για -ένα σύνολο από λόγους- η συγκεκριμένη δραστηριότητα είτε να καθυστερεί είτε να μην ενεργοποιείται.

Συμπέρασμα. Υπό το φως των ανωτέρω, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι το σύνολο των ενεργών λατομικών και μεταλλευτικών χώρων που χρησιμοποιούνται σήμερα για την εξορυκτική δραστηριότητα καταλαμβάνουν λιγότερο από το 0.35% της επικράτειας της Χώρας. Επίσης, για ένα ποσοστό 10-15% της επικράτειας περίπου υφίστανται παραχωρήσεις (μεταλλείων, ορυχείων, έρευνας, εξηρημένες υπέρ του δημοσίου περιοχές κλπ ) που σχετίζονται με τα μεταλλευτικά δικαιώματα χωρίς όμως αυτά να έχουν ασκηθεί, χωρίς επίσης  να περιορίζονται οι υπόλοιπες δραστηριότητες πέραν της μεταλλευτικής αλλά ούτε και το δικαίωμα της εδαφοκτησίας.

Τα παραπάνω πρόσφατα στοιχεία, επιβεβαιώνουν παλαιότερη διαπίστωση που είχε στηριχθεί στα στοιχεία της τότε ΕΣΥΕ (νύν ΕΛΣΤΑΤ). Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ (2000) σε σύνολο 132 εκ. στρεμμάτων στην ελληνική επικράτεια, η ζώνη διατάραξης από τις εξορυκτικές δραστηριότητες καταλαμβάνει (μαζί με τα εργοτάξια και τις χωματερές) 270.000 στρέμματα. Όταν, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η κατανομή χρήσεων γης ήταν (2000): γεωργία 29 εκ. στρ (22 %), κτηνοτροφία 36 εκ. στρ (27 %), δάση-βλάστηση 63 εκ. στρ (47 %), εκτάσεις με νερά 2 εκ. στρ., τεχνητές εκτάσεις 2,6 εκ. στρ. (2%), στις οποίες περιλαμβάνονται η Αστική Δόμηση (2 εκ. στρ.), Βιομηχανία-Βιοτεχνία (213.000 στρ.) και Ορυχεία-Χωματερές-Εργοτάξια (270.000 στρ.).

Οταν, η έκταση της χώρας που εντάσσεται σήμερα (μετά την τελευταία επικαιροποίηση ΚΥΑ με αριθμό 50743/11.12.2017) σε καθεστώς προστασίας Natura 2000 (Τόπους Κοινοτικής Σημασίας και  Ζώνες Ειδικής Προστασίας των πτηνών και της πανίδας)  υπερβαίνει πλέον το 27,1% των χερσαίων εδαφών και το 22% της θαλάσσιας έκτασης της χώρας μας, ενώ την ίδια στιγμή η δέσμευση εντός αυτών βεβαίων και πιθανών αποθεμάτων ορυκτού πλούτου εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 30% του συνολικού δυναμικού ορυκτών πόρων που διαθέτει η χώρα, χωρίς μάλιστα να ληφθούν υπόψιν τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων.

Και το ερώτημα που προβάλει με σαφήνεια: είναι υπερβολικό να επιθυμούμε να διαθέσουμε το 0,3 με 0.4 % του εδάφους της χώρας μας για την (στοχευμένη κι εντός των επιτρεπομένων από το χωροταξικό περιοχών) εξόρυξη, τις χωματερές και τη βιομηχανία; Ποσοστό, που με την προσθήκη των γεωγραφικά διεσπαρμένων και σε «δικαιολογημένη αργία» (η με άλλα λόγια «δυνητική αχρηστία»), στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μεταλλευτικών παραχωρήσεων, φτάνει το ελαχιστότατο 1.5-2%;  H μήπως η εναπομείνασα και συνεχώς φθίνουσα εξορυκτική βιομηχανία ευθύνεται για όλα τα περιβαλλοντικά θέματα που μαστίζουν τον τόπο μας;